συμπλώω

συμπλώω
Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπλέω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συμπλώω Α [πλέω / πλώω] 1. ταξιδεύω με πλοίο που ακολουθεί την ίδια πορεία με άλλα 2. ταξιδεύω μαζί με άλλον στο ίδιο πλοίο 3. μτφ. συμφωνώ, ακολουθώ την ίδια πορεία με άλλον …   Dictionary of Greek

  • συμπλωτήρ — ῆρος, ὁ, Μ αυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπλώω + επίθημα τήρ (πρβλ. στρω τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”